- πρεσβύτερος
- -η και -έρα, -ο / πρεσβύτερος, -έρα, -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, -ίδος, Α [πρέσβυς]1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτεροςεκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που υπάρχει από τους αποστολικούς χρόνους, ο ιερέας, ο οποίος χειροτονείται από τον επίσκοπο, τελεί όλα τα μυστήρια, εκτός από την ιερωσύνη, και ως εφημέριος ναού έχει διοικητικά, λειτουργικά, φιλανθρωπικά και άλλα καθήκοντα, μπορεί να είναι έγγαμος, ενώ διακριτικό του άμφιο είναι το επιτραχήλιο ή πετραχήλινεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλύτερος αδελφός στην οικογένεια2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρεσβύτεροιαυτοί που υπερέβησαν την ανδρική ηλικία, οι γέροντες3. το θηλ. ως ουσ. η πρεσβυτέραη σύζυγος ιερέα, η παπαδιάαρχ.1. τίτλος τιμής και σεβασμού («ἐγώ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ πρεσβύτερος», Πλούτ.)2. (σχετικά με μέγεθος) μεγαλύτερος από κάτι άλλο («πρεσβύτερον κακοῡ κακόν», Σοφ.)3. το αρσ. ως ουσ. α) προϊστάμενος, άρχοντας, δημογέρονταςβ) αρχηγός, πρόεδρος σωματείου ιδίως εργατικού («οἱ πρεσβύτεροι τῶν ὀλυροκόπων», επιγρ.)γ) μέλος ιουδαϊκού συμβουλίουδ) δάσκαλοςε) μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτουστ) οι απόστολοι4. το θηλ. ως ουσ. α) ηλικιωμένη γυναίκα που συντηρείται από την Εκκλησίαβ) γυναίκα ιέρεια («γυνὴ οὐ γίνεται πρεσβυτέρα», Πλωτ.)γ) αρχηγός ή ανώτατο μέλος γυναικείας κοινότητας5. φρ. α) «βουλαὶ πρεσβύτεραι» — οι σοφές βουλές τών πρεσβυτέρωνβ) «ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον ἰέναι» — το να ηλικιώνεται κανείς, να γίνεται πρεσβύτεροςγ) «πρεσβύτερόν τι ἔχειν» — θεωρώ κάτι εντιμότερο ή άξιο τιμής και σεβασμού, το εκτιμώ περισσότερο («οὐδὲν πρεσβύτερον νομίζω τὰς σωφροσύνας», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.